- δίειμι
- δίειμι (Α) [είμι]1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί2. περνώ μέσα από κάτι, διέρχομαι3. διαφεύγω4. παρέρχομαι, περνώ («ἡμέρα χειμέριος δίεισιν», Θεόφραστος)5. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι6. διέρχομαι, διασχίζω («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα», Αριστοφ.)7. διηγούμαι, περιγράφω, εξετάζω ένα θέμα γραπτά ή προφορικά8. (για θεατρ. έργο) προχωρώ προοδευτικά («τὸ δρᾱμα δ' ἄν διῂει», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.